η

η
(AM ἡ)
θηλ. τού άρθρ. ὁ, (, τό)
αρχ.
στον Όμ. και με αντωνυμική σημασία, αντί αὕτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ο].
————————
(VII)
ἥ (Α)
θηλ. τής αναφ. αντων. ὅς (, ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”